- στοιχειῶδες
- στοιχειώδηςelementarymasc/fem voc sgστοιχειώδηςelementaryneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ηλεκτρόνιο — Στοιχειώδες σωμάτιο με μάζα ηρεμίας m0 = 9,109 · 10 28 γραμμάρια, ίση προς 1/1.840 της μάζας του πρωτονίου, και του οποίου το φορτίο ισούται με 1,6 · 10 19 κουλόμπ. Αυτό το φορτίο μπορεί να είναι αρνητικό ή θετικό. Η ονομασία η. αναφέρεται συχνά… … Dictionary of Greek
νετρίνο — Στοιχειώδες σωματίδιο με μηδενικό φορτίο και μάζα. Ανήκουν στην κατηγορία των λεπτονίων μαζί με το ηλεκτρόνιο, το μιόνιο, το σωματίδιο τ και αντισωμάτια αυτών. Τα ν. ανήκουν επίσης σε μια ευρύτερη ομάδα, αυτή των φερμιονίων τα οποία υπακούουν στη … Dictionary of Greek
πρωτόνιο — Στοιχειώδες σωμάτιο με σταθερή μάζα 1,6724 x 10 24 γραμμάρια (περίπου 1.836 φορές η μάζα του ηλεκτρονίου) και φορτίο θετικό ίσο κατ’ απόλυτη τιμή προς το φορτίο του ηλεκτρονίου· αποτελεί θεμελιώδες συστατικό του ατομικού πυρήνα. Ο πυρήνας του… … Dictionary of Greek
φωτόνιο — Στοιχειώδες συστατικό της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας, το οποίο έχει σωματιδιακές ιδιότητες, κινείται (στο κενό) με την ταχύτητα του φωτός (300.000 χλμ. /δευτ.) και είναι εφοδιασμένο με μια ποσότητα ενέργειας (κβάντο) ίση προς hv, όπου h η… … Dictionary of Greek
ήτα μεσόνιο — Στοιχειώδες σωμάτιο που έχει μάζα 547 MeV/c2, σπιν μηδέν, ηλεκτρικό φορτίο μηδέν, μέσο χρόνο ζωής 2 x 10 19 sec, ισοσπίν μηδέν, αρνητική ομοτιμία και θετική G ομοτιμία (κβαντικός αριθμός που διατηρείται μόνο στις ισχυρές αλληλεπιδράσεις και… … Dictionary of Greek
κουάρκ — Στοιχειώδες σωματίδιο. Θεωρητικά, αποτελεί (μαζί με τα λεπτόνια) το δομικό υλικό όλων των κύριων συστατικών του ατόμου (θεμελιώδη φερμιόνια). Η επιστημονική προσέγγιση του προβλήματος των κ. απασχολεί τους φυσικούς υψηλών ενεργειών εδώ και τρεις… … Dictionary of Greek
μποζόνιο — Στοιχειώδες σωμάτιο που έχει ακέραιο σπιν και υπακούει στη στατιστική Μπόζε Αϊνστάιν. Όλα τα σωμάτια είναι είτε μ. είτε φερμιόνια. Παραδείγματα μ. είναι τα φωτόνια, τα πιόνια και τα Κ μεσόνια. Ο όρος μ. χρησιμοποιείται και γενικότερα για να… … Dictionary of Greek
στοιχειώδης — ες / στοιχειώδης, ῶδες ΝΑ [στοιχεῑον] αυτός που αποτελεί την πρώτη βάση, τα πρώτα στοιχεία, βασικός, θεμελιώδης (α. «η ελευθερία τού ατόμου είναι στοιχειώδες δικαίωμα» β. «στοιχειωδέστατον πάντων γῆ», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. αυτός που απαιτείται ή… … Dictionary of Greek
Μπιό, Ζαν Μπατίστ — (Jean Baptiste Biot, Παρίσι 1774 – 1862). Γάλλος φυσικός. Από εύπορη οικογένεια, μετά τις προ πανεπιστημιακές σπουδές του έγινε υπάλληλος σε μια εμπορική επιχείρηση της Χάβρης και ύστερα πήγε εθελοντής στον στρατό, όπου έμεινε ώς το 1793.… … Dictionary of Greek
άτομο — Στοιχείο της φύσης που η επισήμανσή του σχετίζεται με την ιδέα του αδιαίρετου της ύλης. Ά. είναι το μικρότερο μέρος ενός στοιχείου, το οποίο διατηρεί τις ιδιότητές του και μένει αμετάβλητο στις συνήθεις χημικές αντιδράσεις. Ετυμολογικά ο όρος ά.… … Dictionary of Greek